Παθήσεις Βυθού – Ωχρά Κηλίδα


Κατά την εξέταση του βυθού του οφθαλμού (βυθοσκόπηση) ελέγχουμε το οπίσθιο ημιμόριο του οφθαλμικού βολβού. Κατά τη βυθοσκόπηση εξετάζουμε ανατομικές δομές πολύ σημαντικές για τη φυσιολογική όραση, και συγκεκριμένα την ωχρά κηλίδα, την οπτική θηλή (κεφαλή του οπτικού νεύρου), τα αγγεία του αμφιβληστροειδή και την περιφέρεια του αμφιβληστροειδή. Σε περίπτωση που ο οφθαλμίατρος υποπτεύεται κάποια πάθηση, η επιβεβαίωση της διάγνωσης και η παρακολούθηση απαιτούν τη διενέργεια επιπλέον εξετάσεων, όπως η Οπτική Τομογραφία Συνοχής (OCT) ωχράς, η φλουραγγειογραφία, η ICG αγγειογραφία, και τα τελευταία χρόνια η OCT αγγειογραφία.

Hλικιακή Εκφύλιση της Ωχράς Κηλίδας
Η ωχρά κηλίδα αποτελεί το κεντρικό τμήμα του αμφιβληστροειδή. Το σημείο αυτό είναι υπεύθυνο για την κεντρική όραση, την ικανότητα δηλαδή να γίνονται διακριτές οι λεπτομέρειες και τα χρώματα. Η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας (ΗΕΩ) είναι μία εκφυλιστική νόσος, στην οποία πάσχει το τμήμα αυτό του αμφιβληστροειδή. Προσβάλλει άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών και αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες τύφλωσης στον κόσμο. Ανάλογα με την εξέλιξη της νόσου, σε προχωρημένα στάδια, οι ασθενείς μπορεί να χάσουν την ικανότητα να βλέπουν στο κέντρο του οπτικού τους πεδίου, να διακρίνουν λεπτομέρειες και να διαβάζουν.

Διάγνωση

  1. Η διάγνωση γίνεται καταρχάς με βυθοσκόπηση στη σχισμοειδή λυχνία.

  2. Στη συνέχεια πραγματοποιείται η οπτική τομογραφία συνοχής (OCT). Το OCT κάνει μια «τομογραφία», δηλαδή απεικονίζει τα βαθύτερα στρώματα του αμφιβληστροειδή από αυτά που είναι ορατά κατά τη βυθοσκόπηση, για να διαπιστωθεί και να καταγραφεί η βαρύτητα και η έκταση της πάθησης.

  3. Η αγγειογραφία γίνεται με τη χρήση διαφόρων χρωστικών (όπως φλουροσεΐνη ή ινδοκυανίνη) οι οποίες χορηγούνται ενδοφλέβια (όπως σε μία μαγνητική τομογραφία). Κατά τη διάρκεια της εξέτασης ο ασθενής είναι καθιστός και κοιτάζει στο μηχάνημα, ενώ λαμβάνονται φωτογραφίες και βίντεο από το βυθό του ματιού.

Ηλικιακή Εκφύλιση της Ωχράς, Θεοδώρα Τσιρούκη, Χειρουργός Οφθαλμίατρος

Η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς διακρίνεται σε ξηρή και υγρή μορφή.

Η Ξηρή ΗΕΩ, που είναι και η συχνότερη μορφή, εξελίσσεται αργά. Δεν υπάρχει θεραπεία για την αντιμετώπισή της. Έχει αποδειχτεί όμως ότι υψηλές δόσεις βιταμινών, λιπαρών οξέων και αντιοξειδωτικών μπορεί να προλάβουν, ή να καθυστερήσουν την ανάπτυξή της. Επιπλέον, θεωρείται ότι είναι βοηθητικά η διακοπή του καπνίσματος, η άσκηση, η απώλεια βάρους και η διατροφή πλούσια σε πράσινα λαχανικά. Οι ασθενείς με ξηρού τύπου ΗΕΩ πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά γιατί υπάρχει η πιθανότητα να μεταπέσει σε υγρού τύπου.

Η Υγρή ΗΕΩ (εξιδρωματική) χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία ανώμαλων αγγείων κάτω από την ωχρά κηλίδα, τα οποία είναι εύθραυστα και μπορεί να διαρρέουν ή να σπάνε και να αιμορραγούν. Η κατάσταση αυτή είναι σοβαρή και μπορεί να παρουσιάσει ραγδαία επιδείνωση. Είναι πολύ σημαντική η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπισή της, καθώς αν παραμείνει χωρίς θεραπεία, οδηγεί σε απώλεια της όρασης. Η θεραπεία γίνεται με τα εξής:

  • Laser φωτοπηξία
  • Φωτοδυναμική θεραπεία
  • Ενδο-υαλοειδικές εγχύσεις των αντι-αγγειογενετικών παραγόντων (antiVEGF).

Αντι-αγγειογενετικοί παραγόντες (antiVEGF)

Η θεραπεία αυτή αποτέλεσε επανάσταση στη θεραπεία της υγρής ΗΕΩ. Όταν γίνεται σε οργανωμένο πλαίσιο μπορεί να οδηγήσει στη διατήρηση μιας πολύ καλής όρασης, ακόμη και σε βαριές περιπτώσεις. Οι ενέσεις των antiVEGF γίνονται αρχικά ανά μήνα και στη συνέχεια η συχνότητα εξατομικεύεται για κάθε ασθενή. Πραγματοποιούνται στο εσωτερικό του ματιού, αποτελούν επεμβατική πράξη και γίνονται σε νοσοκομειακό περιβάλλον. Η ένεση δεν πονάει, αφού προηγείται τοπική αναισθησία με σταγόνες. Μετά από την έγχυση ο ασθενής πρέπει να προσέξει να μη ρίξει νερό στο μάτι για 2-3 ημέρες, και να λάβει την απαραίτητη αγωγή, με βάση τις οδηγίες του ιατρού του. Στη διάρκεια των επόμενων ημερών μετά την έγχυση, ο οφθαλμίατρος είναι απαραίτητο να ενημερωθεί σε περίπτωση έντονου πόνου ή θόλωσης της όρασης.

Διαβητική Αμφιβληστροειδοπάθεια

Η Διαβητική Αμφιβληστροειδοπάθεια αποτελεί την πιο συχνή αιτία τύφλωσης των ηλικιών 20-65 στον ανεπτυγμένο κόσμο. Η βυθοσκόπηση αποτελεί απαραίτητη εξέταση σε ασθενείς που πάσχουν από Σακχαρώδη Διαβήτη. Με τη βυθοσκόπηση ελέγχονται τα αγγεία, η κεντρική και η περιφερική περιοχή του αμφιβληστροειδή, και έτσι διαγιγνώσκεται και σταδιοποιείται η Διαβητική Αμφιβληστροειδοπάθεια. Η έγκαιρη διάγνωση της Διαβητικής Αμφιβληστροειδοπάθειας σε πρώιμο στάδιο, μπορεί να οδηγήσει σε θεραπεία, και να αποφευχθεί η μόνιμη απώλεια της όρασης. Η αναγνώριση του σταδίου της νόσου δεν είναι μόνο απαραίτητη για την αντιμετώπισή της, αλλά επίσης συμβάλλει στη διάγνωση της βαρύτητας του Σακχαρώδη Διαβήτη.

Όταν διαγνωσθεί η Διαβητική Αμφιβληστροειδοπάθεια, είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθεί μια σειρά εξετάσεων ώστε να οργανωθεί η αντιμετώπισή της. Ο ασθενής θα υποβληθεί σε Οπτική Τομογραφία Συνοχής (OCT) ωχράς και σε αγγειογραφία αμφιβληστροειδή. Η θεραπευτική αντιμετώπιση στις μέρες μας περιλαμβάνει τις ενδοϋαλοειδικές ενέσεις με αντι-αγγειογενετικούς παράγοντες (antiVEGF). Πολύ σπανιότερα πια μπορεί να χρειαστεί να πραγματοποιηθεί παναμφιβληστροειδική φωτοπηξία με Argon Laser.

Οι ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη πρέπει να ενημερώνονται για τους πολύ σημαντικούς κινδύνους σε περίπτωση που αφήσουν την πάθησή τους ανεξέλεγκτη. Παραδείγματος χάριν, σε ό,τι αφορά τους οφθαλμούς, η Διαβητική Αμφιβληστροειδοπάθεια μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμη τύφλωση. Δυστυχώς στην Ελλάδα ακόμη πάρα πολλοί ασθενείς με Διαβήτη καταλήγουν να πάσχουν από πολύ βαριές καταστάσεις που θα μπορούσαν να είχαν πολύ απλά αποφύγει μόνο με έλεγχο στη διατροφή, άσκηση και λήψη κατάλληλης αγωγής.